- νάποινος
- νᾱποινος1 without reward of met., c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν ἔννομον δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν” (Schr.: νήποινος codd.) v. Forsmann, 143 ff.) P. 9.58
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.